- ἀμφιβόλου
- ἀμφίβολοςput roundmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλινόχλωρο — Ορυκτό, πολυπυριτικό άλας της ομάδας των χλωριτών με χημικό τύπο (Mg,Fe,Al)6(Si,Al)4O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος σχηματίζοντας πλακώδεις ή λεπιδώδεις κρυστάλλους. Το χρώμα του είναι συνήθως κυανοπράσινο,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
καμπτονίτης — Πυριγενές πέτρωμα που βρίσκεται με τη μορφή φλεβών και ανήκει στην οικογένεια των λαμπροφύτων. Αποτελείται κυρίως από συμπαγή ή λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα (από πλαγιόκλαστο και μικρολίθους αμφιβολίτη και αυγίτη) και φαινοκρυστάλλους βιοτίτη,… … Dictionary of Greek
πάλλα — πάλλα, ἡ (Α) σφαίρα κατασκευασμένη από διάφορα νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού, πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. πάλλω*] … Dictionary of Greek
πέλεκρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς] … Dictionary of Greek
πελεκύστερον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ στελεόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς] … Dictionary of Greek
χιάζω — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [χεῑ/χῑ] 1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ 2. τέμνω σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω 2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο αρχ. 1. (ρητ.)… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
δολερίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα με λεπτούς κόκκους που ανήκει στην οικογένεια του γάββρου. Στον δ. υπάρχουν ανοιχτόχρωμοι κρύσταλλοι πλαγιοκλάστου σε σχήμα βελόνων, μέσα σε ένα μωσαϊκό από σκουρόχρωμους σιδηρομαγνησιακούς κρυστάλλους, κυρίως πυροξένου και… … Dictionary of Greek